- λυχνίαν
- λυχνίᾱν , λυχνίαlampstandfem acc sg (attic doric aeolic)λυχνίᾱν , λυχνίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)λυχνίαςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek